- σοϊλής
- ο , σοϊλίτισσα η человек знатного происхождения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σοϊλής — ο, θηλ. σοϊλού και σοϊλήδισσα, Ν αυτός που κατάγεται από μεγάλο σόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. soylu, κατά τα επίθ. σε ής] … Dictionary of Greek
σοϊλής — ο θηλ. σοϊλού αυτός που κατάγεται από σόι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοϊλήτικος — και σοϊλήδικος, η, ο, Ν [σοϊλής] (για ζώα και φυτά) αυτός που προέρχεται από καλό είδος, από εκλεκτό σόι … Dictionary of Greek